- Φάσιος
- Φά̱σιος , Φᾶσιςthe river Phasismasc gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάσιος — φάσις 1 denunciation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) φάσις 2 utterance fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριφάσιος — ον, Α 1. τριπλός 2. στον πληθ.) τρεις 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρίφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάσιος (πρβλ. δι φάσιος). Για το β συνθετικό βλ. λ. διφάσιο] … Dictionary of Greek